διακριτικότης

διακριτικότης
διακριτικότης
power of discrimination
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διακριτικότητα — η (AM διακριτικότης, ητος) [διακριτικός] η ιδιότητα που έχει κάποιος να διακρίνει νεοελλ. λεπτότητα, ευγένεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”